- φιαλοποιείο
- τοεργοστάσιο κατασκευής φιαλών, μπουκαλιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιαλοποιείο — το, Ν [φιαλοποιός] εργοστάσιο κατασκευής φιαλών … Dictionary of Greek
φιαλοποιία — η, Ν [φιαλοποιός] 1. τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής φιαλών 2. εργοστάσιο κατασκευής φιαλών, φιαλοποιείο 3. βιομηχανία παραγωγής φιαλών και ο αντίστοιχος οικονομικός κλάδος … Dictionary of Greek